- σκυλάκαινα
- ἡ, Αβλ. σκύλαξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλάκαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek